ακοσμαντάμωτος

ακοσμαντάμωτος
-η, -ο [*κοσμανταμώνω]
αυτός που αποφεύγει να συναντά άλλους, ο ακοινώνητος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”